- ἐπομβρίαν
- ἐπομβρίᾱν , ἐπομβρίαheavy rainfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοχαίος — λοχαῑος, αία, ον (Α) 1. κρυφός, μυστικός 2. (για τα μεστά στάχια τού σίτου) αυτός που γέρνει προς τα κάτω 3. αυτός που έχει άφθονα άνθη, που θάλλει 4. φρ. «λοχαῑος ἔρως» κρυφός έρωτας 5. (κατά τον Φώτ.) «λοχαῑος σῑτος ὁ βαθύς ἢ ὁ δι ἐπομβρίαν… … Dictionary of Greek